- πυοφύτης
- ο, Νβλ. εμπυοφύτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εμπυοφύτης — και πυοφύτης, ο ιατρ. δερματική μολυσματική ασθένεια που αναπτύσσεται κυρίως στο κεφάλι τών παιδιών και προέρχεται από συνδυασμό στρεπτόκοκκου με σταφυλόκοκκο … Dictionary of Greek